κρίθος

κρίθος
ο (Μ κρίθος)
νεοελλ.
μεγάλος κόκκος ή μεγάλο στέλεχος κριθαριού
μσν.
1. το κριθάρι
2. ο καρπός τού κριθαριού
3. το κριθαράκι τού ματιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή, με αναβιβασμό τού τόνου και αλλαγή τού γένους, αναλογικά προς το ουσ. σίτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εύκριθος — εὔκριθος, ον (Α) αυτός που έχει άφθονο ή ωραίο κριθάρι («εὔκριθος ἀλωά» αγρός με άφθονο κριθάρι, Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κριθος < κριθή (πρβλ. πολύ κριθος, σιτό κριθος)] …   Dictionary of Greek

  • ισόκριθος — ἰσόκριθος, ον (Α) ίσος με κριθάρι στην τιμή («τοῡ δ οἴνου τὸν μετρητὴν ἰσόκριθον», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * κριθος (< κριθή), πρβλ. πολύ κριθος, σιτό κριθος] …   Dictionary of Greek

  • πολύκριθος — ον, Α (για τόπο) αυτός που έχει πολύ, άφθονο κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κριθος (< κριθή «κριθάρι»), πρβλ. ισό κριθος, ομοιό κριθος] …   Dictionary of Greek

  • ετεόκριθος — ἐτεόκριθος, ἡ (Α) το γνήσιο, το καθαρό κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεός «αληθινός, γνήσιος» + κριθος < κριθή (πρβλ. εύ κριθος)] …   Dictionary of Greek

  • ομοιόκριθος — ὁμοιόκριθος, ον (Α) αυτός που μοιάζει με κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + κριθος (< κριθή «κριθάρι»), πρβλ. ισό κριθος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”